συνέργειον
Look at other dictionaries:
συνέργειον — τὸ, Μ βλ. συνεργείο … Dictionary of Greek
συνεργείο — το / συνεργεῑον, ΝΜΑ, και συνέργιν Μ, και συνέργειον και συνέργιον Α [συνεργός] ομάδα εργατών που δουλεύουν στην ίδια εργασία νεοελλ. χώρος στον οποίο εργάζονται εργάτες και τεχνίτες καθώς και το σύνολο τών μηχανημάτων και εργαλείων που… … Dictionary of Greek